Ένιωσα μόνη και βγήκα σους δρόμους τον ήλιο της άνοιξης να
αισθανθώ
Και είδα εσένα στον απέναντι δρόμο αμέριμνα να προσπερνάς
Είχες το ύφος το δήθεν το μήπως κι αναρωτιόμουν πως τα
περνάς
Όταν την είδες σταμάτησες κι είπες πως δεν την ξεχνάς
Γύρισα πλάτη περπάτησα πάλι τον ήλιο να βρω
Και σκόνταψα πάνω σε μία κυρία με άσχημο στόμα να την κοιτώ
Το μάτι γυρνάει μα πάλι τον ήλιο ψάχνω να βρω
Και σκέφτομαι τάχα στον κόσμο ετούτο πως διάολο κολλώ
Σηκώνω το χέρι και λέω τι κάνεις σε μία γνωστή
Και μια καλημέρα στον άντρα πιο πέρα που νομίζει ότι είμαι
τρελή
Στη στάση σκυλάκια αδέσποτα τρέχουν σε μένα να ‘ρθουν
Να παίξουν να δέσουν αφέντη να βρούν
Κι εγώ τα χαϊδεύω μαζί τους και παίζω μα δεν τα κρατώ
Πώς φυλακίζω και πώς χωρίζω χωρίς να σκεφτώ?
Τη φύση τους κλέβω και τα παιδεύω χωρίς να ρωτώ.
Και σκέφτομαι πάλι στον κόσμο ετούτο πως διάολο κολλώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου