Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012


Ήρθες σα το χιόνι στα βουνά
Κι έφυγες με τη βροχή στους  κάμπους.
Είμαι μόνη μου και πάλι
Όσο κι αν πονώ δε σε φέρνει πίσω.
Τι θα μπορούσε  να σε κρατήσει άλλωστε
 Για πάντα εδώ κοντά μου
Αν αυτό ήταν η αγάπη σου
Δεν θα έφευγες ποτέ
Μακάρι νάμουν κάτι  ξέχωρο για  σένα
Αυτό που μένει από την αναπνοή σου
Μια γωνιά της γης δική σου
Μακάρι νάμουνα η οασή σου.
Για πάντα θα είμαι εδώ
Κόκκος άμμου στην έρημο της ζωής 
Που περιμένει τον άνεμο μιας πνοής
Για να την πάρεις μαζί σου

Η ματιά σου με παγώνει και τρελά μ’ αναστατώνει όταν με κοιτάς
Η φωνή σου με πληγώνει και στ’ αυτιά μου φθάνει μόνη όταν μου μιλάς
Τα’ άγγιγμά σου φλόγα ανάβει και ο πόθος με ταράζει όταν  μ’ ακουμπάς
Σε κοιτώ και σιγολιώνω  και τα πόδια στερεώνω μη ρεζιλευτώ
Θέλω να σου πω πως νιώθω και στο στόμα λέξεις κλώθω μήπως κάτι πω
Στο σκοτάδι ανοίγω μάτια να σ’ ονειρευτώ
Οπτασία της ζωής μου θέμα εσύ της προσευχής μου άγγελε τρανέ
Απ’ το φως σου λίγο δως μου ……………… τύραννε καλέ 

Η επιστροφή ευχάριστη.
Η εξέλιξη αναπάντεχη.
Οι ήρωες γεμάτοι αλήθεια,
Την αλήθεια της ζωής μας.
Πράγματα που πρέπει να μένουν κρυφά,
φανερά,
 αληθινά μέσα στου μυαλού τα ταξίδια .
Τα μάγουλα ροδίζουν στη σκέψη,
στη πλάση της εικόνας.
Το σώμα ανταποκρίνεται στης ηδονής το κάλεσμα .
Σε κάνει να πιστέψεις πως είσαι και συ ένας ήρωας.
Ανήθικο.
Τι είναι ηθικό και τι ανήθικο ποιος ξέρει?
Ποιος έβγαλε ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό?
Γιατί να ακολουθήσω τη ροή του ποταμού?
κάτι μπορεί να ξέρει ο σολομός που πάει ανάποδα.
Κουραστικό το ταξίδι κόντρα στον άνεμο κόντρα στο κύμα.
Συμβιβασμός.
Εμείς εκεί σταθεροί στο φόβο της κόπωσης γινόμαστε πρόβατα επί σφαγής.
Εμείς εκεί σταθεροί στο φόβο του να είσαι παρίας.
Το ξέχωρο, το όμορφο, το άσχημο, το ξένο.
Αυτό που ταράζει την ηθική που ταράζει ότι έχτισε και νόμισε ένας
που εμείς ακολουθούμε πιστά χωρίς να γνωρίζουμε το γιατί.
Είσαι έφηβος και θέλεις να βάλεις τους δικού σου όρους.
Πλανιέσαι.
Πολεμάς, χύνεις το αίμα σου, χαρίζεις τους χυμούς της νιότης σου, θαρρώντας.
Και έρχεται η ώρα της αλήθειας.
Η ώρα της επιβίωσης και μπαίνεις στο καλούπι.
Και μέσα σου αποζητάς της νιότης τα χαμένα.

Έφυγες τόσο ξαφνικά χωρίς αντίο
Δεν άντεχες να μάθω το γιατί
Έφυγες τόσο ξαφνικά χωρίς μια λέξη
Δεν άντεχες να ακούσω τι θα πεις
Έφυγες να βρεις ότι δεν είχες
Πόθοι αζήτητοι, δεν είχαν ειπωθεί
Έφυγες  αφήνοντας το κρύο
Το γκρίζο για αρχή
Μα όπου κι αν πας
Ότι κι αν βρεις
Ότι ποθήσεις
Ότι ζητήσεις
Εγώ θα είμαι εδώ
Εγώ θα είμαι εδώ
Τι κι αν έφυγες, είσαι κομμάτι της ζωής μου
Δεν ξεχνάς, δεν παύεις να ζεις
Κατηγορείς, μα θυμάσαι , συγχωρείς
Κι αγαπάς γιατί το μπορείς
Λοιπόν όπου και να πας
Ότι  κι αν πεις
Ότι κι αν δεις
Ότι κι αν γευτείς
Εγώ θα είμαι εδώ
Εγώ θα είμαι εδώ

Ένιωσα μόνη και βγήκα σους δρόμους τον ήλιο της άνοιξης να αισθανθώ
Και είδα εσένα στον απέναντι δρόμο αμέριμνα να προσπερνάς
Είχες το ύφος το δήθεν το μήπως κι αναρωτιόμουν πως τα περνάς
Όταν την είδες σταμάτησες κι είπες πως δεν την ξεχνάς

Γύρισα πλάτη περπάτησα πάλι τον ήλιο να βρω
Και σκόνταψα πάνω σε μία κυρία με άσχημο στόμα να την κοιτώ
Το μάτι γυρνάει μα πάλι τον ήλιο ψάχνω να βρω
Και σκέφτομαι τάχα στον κόσμο ετούτο πως διάολο κολλώ

Σηκώνω το χέρι και λέω τι κάνεις σε μία γνωστή
Και μια καλημέρα στον άντρα πιο πέρα που νομίζει ότι είμαι τρελή
Στη στάση σκυλάκια αδέσποτα τρέχουν σε μένα να ‘ρθουν
Να παίξουν να δέσουν αφέντη να βρούν

Κι εγώ τα χαϊδεύω μαζί τους και παίζω μα δεν τα κρατώ
Πώς φυλακίζω και πώς χωρίζω χωρίς να σκεφτώ?
Τη φύση τους κλέβω και τα παιδεύω χωρίς να ρωτώ.
Και σκέφτομαι πάλι στον κόσμο ετούτο πως διάολο κολλώ


Ένας αφανής ήρωας, μα τόσο αγαπημένος, δίνει χωρίς να νοιάζεται τι πίσω θα γευτεί.
Ετούτο το χαμόγελο των γύρω του λαμβάνει και αυτό ασυνείδητα τον
ευχαριστεί.
Τριγύρω του μια ζεσταμένη ακτίδα και αυτός πελώρια μικροσκοπικός
χαμογελά με ήρεμη τη συνείδηση πως κάτι έχει προσφέρει.
Τίποτα πίσω δεν άφησε και μπρός του δε περιμένει, μονάχα στης στιγμής το πέρασμα αρπάζεται και δένει.
Ιστορίες αλλόκοτες, παράξενα γραμμένες έχει σε όλους κάτι να πει
και από όλους κάτι να υπομένει.
Διδάσκει και διδάσκεται στο πέρασμα του
χρόνου και οι θύμησες αυξάνονται και πλημμυρίζει όλος με ζέστη.
Μια ζεστασιά συναίσθημα μια ζεστασιά ονείρου, ονείρου που δε ονειρεύτηκε μα έζησε εξ
ολοκλήρου.
Πορεύτηκε μες τη ζωή και μέσα από αυτά που χάνει κερδίζει ολοένα πιο πολλά που τόσο τα θαυμάζει.
Κρατάει ένα χέρι τρυφερό και ένα σκληρό ατσάλι και στέκεται μπρος στο θεό άνθρωπος όλο χάρη.

Ένα ξέφωτο στο χρόνο.
Χρώματα  σε λευκό πανί.
Σένα ξένο μέρος μακρινό, από κει που της γέννας το φως πρωτόδα, χάρηκα αγκαλιά.
Σένα μπαλκόνι κρεμασμένη στης νύχτας το φως μαγεύτηκα και κορόιδεψα τις σκιές του φεγγαριού.
Μέθυσα.
Έτσι τουλάχιστον στους άλλους έλεγα.
Εγώ ήξερα τι είναι αλήθεια και τι ψέμα.
Όμως φχαριστήθηκα. Έκλεψα χαρά χωρίς να δώσω λύπη σε κανένα.
Νοσταλγώ την δόλια συμπεριφορά μου αυτή

Ένα κορδόνι η ζωή μου
Που λύθηκε σαν έφυγες εσύ
Ποιο χέρι θα το ξαναδέσει;
Ποιο μάτι θα το ξαναδεί;
Μια νότα ξέμπαρκη η ψυχή μου
Που ψάχνει ρεφρέν για να κρυφτεί
Την άφησες μετέωρη χωρίς το στίχο
Και δεν έχει τίποτα να πει
Έγραψα  «στοπ» στο τοίχο απέναντί μου
Για να θυμάμαι τι χρώμα έχει λέξη μοναξιά
Για να θυμάμαι να τη σβήνω
στα στήθη μου σα φουντώνει η φωτιά
Καθάρισες το τραπέζι κι έκρυψες
Το κρασί σου το γλυκό για να μη πιω
Θυμόντας σε και μεθύσω
Και χωρίσω τη γη απ’ τον ουρανό
Τα’ αστέρια απ’ το φεγγάρι
Κι είναι και τούτα σα και με
Τώρα που έφυγες εσύ 

Είναι πολλά αυτά που θέλω να σου πω, πατέρα.
Είναι πολλά αυτά που θέλω να ρωτήσω, πατέρα.
Παρεξηγημένη ζωή, πατέρα.
Στραβά μεγαλωμένος, πατέρα.
Ξεκάθαρη σκέψη με λάθος ειρμούς.
Στραβά παρμένες του κόσμου οι ενδείξεις.
Μαρτύριο οι σκέψεις σου καμωμένες ανάποδα
Κλεισμένος στου μυαλού τους λαβύρινθους νομίζεις το σωστό πως είναι
Κοιμήσου και κοίτα τι έχασες και κρίνε
Κοιμήσου και συγνώμη μη ζητάς από κανένα
Μονάχα από σένα ζήτα ευθύνες και μέτρα αυτά που σου συνέβησαν εδώ.
Ζητώ συγνώμη που δε σου είπα σαγαπάω
Ζητώ συγνώμη που εμένα σκεφτόμουνα συχνά
Ζητώ συγνώμη που δεν ήμουνα κοντά σου
Λυπάμαι που τώρα είσαι μακριά.

Δως μου αλήθεια κι ας πονέσω.
Το ψέμα σου κράτα δεν το μπορώ.
Το κρυφτούλι σε μια σχέση είναι το λάθος και αλήθεια δεν είναι να λες σ' αγαπώ.
Το χέρι σου δως μου απλά να κρατώ και δύναμη παίρνω χωρίς να κοιτώ.
Είναι κρίμα να φθείρεσαι στης ύλης το κέρδος και ν’ αφήνεις τον χρόνο απλά να κυλά.
Έλα να πορευτούμε μαζί σαν δυο φίλοι και τότε θα πάνε όλα καλά.
Σε φίλο καρδιάς δεν έχεις ανάγκη να κρύψεις ούτε από κάτι για να κρυφτείς
Είναι εκεί σε κάθε σου βήμα δεκανίκι γερό για να πιαστείς.
Είσαι εσύ κι ο εαυτός σου, καθρέφτης που βλέπεις χωρίς να ντραπείς
Κουβέρτα ζεστή για όταν κρυώνεις, βρύση στη κάψα για να πλυθείς
Μην κλείνεις την πόρτα σ ‘ αυτούς που σ’ αγαπάνε
Αλήθειες σου λένε κι ας μη συμφωνείς
Λάθη αν κάνουν μην  απορρίπτεις εκεί εσύ φίλος τους να σταθείς
Δεκανίκι δικός τους να γίνεις, χωρίς να ζητάς, χωρίς να γευτείς
Όσα θα δώσεις ξανά θα τα πάρεις κι ας μη τα ζητήσεις εκεί θα τα βρεις.
Που είστε αξίες της γραίας γενιάς,  ελπίδες στης μάνας τη γέννα ξερνάς
Ευχές και λαμόγια,  ψευτιά και χολή, στων παθών την εικόνα η ανάσταση ζει.

Δίπλα μου κάθισες να πιείς ένα ποτό
Την πλάτη μου άγγιξες για λίγο
Η ώρα περνά και ο τόπος άβολος
Για οτιδήποτε να κάνεις.
Ένα σκούντημα και ο θυμός
Πλημμύρισε για λίγο το μυαλό μου
Γυρνώ-γυρνάς και φεύγει ένας λυγμός
Τι είναι τούτο που κοιτώ
Τι μάτια, τι βλέμμα, τι χρώμα
Πρέπει να φύγω από εδώ

Δεν υπάρχει στιγμή δεν υπάρχει ζωή δεν υπάρχουν σύνορα στη σκέψη
Δεν υπάρχεις εσύ δεν υπάρχει αυτή δεν υπάρχουν σχήματα και πρέπει
Απλός παρατηρητής
Κλεμμένες στιγμές κλεμμένες χαρές κλεμμένοι πόθοι για ευτυχία
Ήχοι πολύπλοκοι, φωνές ποικίλες και θόρυβος μες την πολυκοσμία
Απλός παρατηρητής
Ένα βήμα μπροστά ένα βήμα πιο πλάι λίγα βήματα βουβά πιο κει
Μια ιστορία ο καθένας μια ιστορία δική μα τόσο κοινή
Απλός θαυμαστής
Ένα ρούχο πλυμένο ένα ρούχο ζεστό αδιάβροχο απ’ τον καιρό καμωμένο
Ένα παπούτσι καλό ένα πόδι γυμνό απ’ τη ζέστη το κρύο ψημένο
 Απλός θεατής
Ο καφές το τσιγάρο ένα άσπρο χαρτί
Και γεμίζουν οι σκέψεις αμέσως
Η μοναξιά λιγουλάκι έχει χαθεί
Και το φως της κολώνας σβησμένο

Γύρισε ο χρόνος και η άνοιξη μπήκε
Οι ορμόνες στο κεφάλι μου γυρνούν
Νεύρα τεντωμένα και όλα με πειράζουν
Απωθημένα κακίας ζητάν στην επιφάνεια να βγουν
Κρυμμένα στολίδια,
τα θέλω μου, πνιγμένα
Φωνάζουν τριγύρω και βρίζουν τα παντα
Δικά τους τα νιάτα τα θέλουνε όλα
Το αίμα σαν βράζει ουρλιάζουν οι φθόγγοι
Λόγια που πονούν αλλά συγνώμη δε δίνουν
Τα χέρια απλωμένα μαυρίζουν το δέρμα
Μικροί και μεγάλοι από απόσταση κοιτούν
Δύναμη γνώσης και άσπρα μαλλιά
Δε συμφωνούν δε συμβαδίζουν
Ως σαν το πρέπει ορίζει
Οι μικροί πιο μεγάλοι ξέρουν να στέκουν
Οι μικροί πιο καλά τα πράγματα θωρούν
Σκληροί κριτές τους ασπρομάλληδες ρίχνουν
Στη ρώμη στο θάρρος και στο μυαλό
Είμαι μεγάλος και ξέρω τι κάνω
Εγώ θέτω το λάθος και το σωστό
Ποιος τάχα νομίζεις πως κουμαντάρει
Εγώ το σκήπτρο τώρα κρατώ
Γι’ αυτό το νέο φεγγάρι να σβήσει;
Ο ήλιος μονάχα το σκήπτρο κρατεί;
Δεν κάνει το βρέφος να συλλαβίσει
Ο μεγάλος το λόγο στο χέρι κρατώ
Ζητώ το σέβας και σέβας δε δίνω
Αθώρητο λάθος στη καμπούρα κουβαλώ

Ας υπήρχαν λόγια να σου πω αυτό που υπάρχει
μέσα στην καρδιά μου
όταν το βλέμμα μου στο βλέμμα σου βυθίζεται.
Και τοχω φυλακτό στα όνειρα μου
το δάκρυ που κυλάει στα μαγουλά μου
Κρυφή χαρά, κρυφή μιλιά του ερωτά μου.
Δική σου η ματιά, δική κι αγκαλιά σου
μέσα στα χάδια σου μέσα στα φιλία σου
ώρες που γέρασαν,
για μένα δεμένες στο κρυφό ημερολόγιο  

Στο δρόμο σαν ερχόμουνα, πρωί,
πανσέληνο κοιτούσα,
τι τάχα να ζητούσα,
κάτω από το φεγγαρόφωτο,
αργά σαν περπατούσα………….
Κοίτα ψηλά και χαμογέλα
ο ήλιος έχει ανατείλει ακόμη μια φορά
κι ας τον ουρανό θα κρύβουν σύννεφα.
Που θα πάει κάποια στιγμή τα σύννεφα θα διαλυθούν
και ο ήλιος θα φέρει φως στη γκρίζα τη ζωή μας

ΣΕ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ.........

Περπατάς αγέρωχη και χαιρετάς με ένα νεύμα, μια κίνηση, ένα χαμόγελο
ένα τυπά με σκούφο κι ανασκουμπωμένα τα μανίκια
τη φουρνάρισσα με το πανέρι φορτωμένη
τους θαμώνες στο καφενέ.
Ποδηλατάδα ακολουθώ και σε θαυμάζω.
Τ' αγέρι σε χαϊδολογά και τη χαίτη σου ανεμίζει
οι μπούκλες σου ατίθασες δαμάζουν τις ματιές
και το τραγούδι από τα χείλη σου πλανεύει
Σαν τη νεράιδα που δεν τρομάζει να φανεί
τα κάλλη της να κρύψει
κι όλοι θαυμάζουν τη κορμοστασιά
κι όλοι θαυμάζουν την παρουσία
Κρυμμένοι λογισμοί κρυμμένοι φόβοι
λαχτάρα αυτού που είναι μακριά
σε ένα γράμμα δυο λέξεις απαντούν
δυο λέξεις που δεσμεύουν
Μια παραδοσιακή μορφή τα λόγια αλλάζει
και γλυκαίνει τα πικρά
χαροποιεί τα λυπηρά
και από μακριά μια γνώμη στρώνει.
Παίζει το ρόλο του θεού
παίζει το ρόλο μάγου
δεν θέλει τα μάτια σου θολά
τα χείλη σου σφιγμένα
θέλει τα γύρω ναν καλά
τα κάνει όπως πρέπει
Η απόσταση να μη χαλά την των πραγμάτων τάξη
μαγεύει την απομάκρυνση
και τα ρητά χαράζει
Χαράζει νέα πατήματα
χαράζει νιές αλήθειες
το πνεύμα νάναι ήσυχο το χρόνο να ξεγελάει.