Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΛΆΦΡΩΜΑ

Στην πόλη που μεγάλωσα και θέριεψε η ζωή μου,
αστράφτουν τ΄ άσπρα και φεγγοβολούν στον ήλιο,
της θάλασσας το γαλανό σου μιλά για τη γαλήνη,
ακόμα κι αν τ' ασπράδια της χαλάνε τ' όραμα σου,
και βγαίνεις στο λιμενοβραχίονα στου λιμανιού την άκρη
και αλαλάζεις δυνατά και βγάζεις τα σωθικά σου.
Κανείς δεν θέλει να σου πει,
κανείς να σε ταράξει,
και αν δεν ξέρει τι περνάς απλώς δε σε κοιτάζει,
ξωπίσω σου παραμιλά, χασκογελά, πομπεύει,
μα όταν έρθει η σειρά κατανοεί και κλαίει.
Σαν περπατάς στον άνεμο τον κρύο το χειμώνα
στης πατατούκας τον γιακά κρύβεσαι και ζεσταίνεις.
Στο δρόμο σαν κλωθογυρνάς χωρίς δουλειά και χάσκεις
όλο και κάποιον απαντάς την ώρα σου να χάσεις
η καλήμερα και το γεια θεού ευχές τις δίνεις
και συμπονά και ευτυχείς το χέρι σου να δίνεις.
Τις αναμνήσεις προσκηνάς και τίποτα δε θες ν' αλλάξεις
μα έχει ο καιρός γυρίσματα κι οι φίλοι σε ξεχνάνε
αλλάζουνε τα πρόσωπα και τα μπετά πενθάνε.
Σαν τις ρίζες σου ξεριζώσεις για καλά επιστροφή δεν έχει
λυπάσαι κι ο πόνος ξεχυλά μα πίσω δε γυρνάνε
σιγά σιγά τα χρωματα αρχίζουν και ξεθωριάζουν
μα η καρδιά τα σωθικά το πόνο δε ξεχνάνε.
Και σαν χαθούν τα γονικά και στο θεούλη πάνε
μονάχος μένεις εκεί να και οι τοίχοι σε κοιτάνε
και πάνω τους βλέπεις τις μορφές να σου χαμογελάνε
κι όλα ξανά γίνονται όλα όπως πριν, τα γονικά μιλάνε
μα έχει ο καιρός γυρίσματα και οι μορφές αλλάζουν
και χάνεις τα τοιχώματα και οι μορφές πενθάνε
πενθεί και η καρδούλα σου το στόμα δε μιλάει
να μη πονέσουν οι καρδιές ως η δική πονάει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου