Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

ΩΡΕΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Πόση μοναξιά θεέ μου, πόση μοναξιά
τόσος κόσμος τόσες σκέψεις  κι ούτε μια λαλιά
τι να κάνω τόσους φίλους όταν δε μπορώ τα ματάκια τους να βλέπω και να τ' αγαπώ;

ΑΝΟΗΣΙΑ

Μη ζητάς άνθρωπε το μάτι του θεού επάνω σου να είναι
Το αδηφάγο βλέμμα σου τυφλό θα τον αφήσει
Ξεχνάς από που προέρχεσαι ξεφτιλισμένο πλάσμα?
Τους δίπλα σου ζώα, αγράμματους και χίλια δυο φωνάζεις,
στη καλοσύνη τους απλόχερα αγένεια μοιράζεις
μα το καθρέφτη σου με τι ντροπή το βράδυ τον κοιτάζεις?
Η ευγένεια που φύσηξε στην ψεύτικη ύπαρξή σου το Πνεύμα αυτό το Άγιο
τι το 'κανες?
Σ΄αρέσει όταν το μάγουλο του άλλο το ραπίζεις
μα στο δικό σου τη μελανιά του διαόλου δεν την εξεχωρίζεις.
Νομίζεις πως αν κεντάς καρδιές τον άλλο μαγαρίζεις
μα μες σε τούτο το ντουνιά σαν σε, γομάρια θα γνωρίζεις.
Κι όταν η καλοσύνη θα χαθεί τελείως από σιμά σου
τα κόπρανα του γαϊδουριού θα τρως που βρίσκεται μπροστά σου.
Και όσους πίκρανες και πόνεσες και έβρισες για το καλό που σου 'δωσαν
από αντίκρυ θα κοιτάς με σένα να γελάνε.............
ΑΜΝΟΣ

Ο αμνός του Κυρίου τι αθώα φατσούλα.
Ο αμνός του διαβόλου δυο φορές πιο αθώος δαμάζει.
Τι ημέρα χαράζει; σαν τα διπλοαθώα σκλαβώνουν;

Γύρνα στην άνοιξη τη βροχή ν' αγαπήσεις.
Γύρνα στο σπίτι κι ας κανόνες έχουν θεσπίσει.
Μη φοβάσαι είναι κάτι π' αξίζει.

Πως εμάθαμε αυτά που μας δίνουν αξία να πετάμε;
Πως εμάθαμε την περιφρόνηση ν' αγαπάμε;
Μας προσβάλλουν τα θαύματα της ηθικής!

Μια σκιά να κρυφτούμε ζητάμε.
Στο σκοτάδι πιο καλά κυκλοφορούμε.
Δε μας βλέπουν, θαρρούμε, κι όμως κοιτάμε.

Ταρακούνα κεφάλι μήπως κάνει γκλιν γκλιν.
Στις αγάπης τη πάλη δεν υπάρχει το πλην.
Σημειώσατε νίκη σ' όσους αξίες κρατούν
και την ήττα σε 'κείνους που εθελοτυφλούν.
ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΞΩΚΛΗΣΙ

Καταμεσής της θάλασσας επάνω σ' ένα βράχο
στέκεσαι εκεί αγέρωχη στο μπλε σου το βαμμένο.
Έρχεται ο θαλασσόλυκος σε σε να προσκυνήσει
για 'κείνον και τους πίσω του δάκρυ να σου αφήσει.
Ταπεινωμένος π' άφησε τη θέληση να νικήσει
το μπλε που ερωτεύθηκε, τον πόθο του να ζήσει.......
ΤΗΣ ΚΟΥΠΑΣΤΗΣ Η ΚΕΦΑΛΗ


Κράτησε το βλέμμα μου το απέραντο γαλάζιο
και συ στολίδι καταμεσής στέκεις κι αγνάντι κάνεις.
Μοιάζεις άψυχο σώμα, μέταλλο, μα τη ζωή αναπνέεις
στο μάτι όποιου σε θωρεί και φαντασία έχει.
Κορμί στητό και ζωηρό εξάπτει ονειροπόλους
και χαίτη ασήμι καθαρό στην ιστορία μέρος έχει λάβει,
δίνει εντύπωση βικτωριανή για τα παιδιά αρμοσμένη.
Χάδια αμέτρητα έχει γευτεί άθελα δοσμένα απ' τον καθένα
κι ερωτευμένων πόθους, μυστικά κρυφακουσμένα ξέρει
κι έχει στηρίξει ανθρώπους πληγωμένους
κι αλάτι δακρύων έσμιξε μ' εκείνο του πελάγου
και γέλια χάρηκε πολλά και λόγια, υποσχέσεις
κι αλήθειες και ψέματα
και νοσταλγίες και θύμησες
και ταξίδια έκανε νοητά με λόγια του αέρα.
Πίστεψε τη φαντασία αν μπορείς και χαίρου ότι παίρνεις.....................