Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Κρυμμένες οι σκέψεις καθώς κοιτώ στον ουρανό.
Τα μάτια μου καταβροχθίζουν τις εικόνες,
ψάχνουν χαμένες μορφές να αντικρίσουν μέσα στα χρώματα.
Νιώθω να χάνομαι μέσα στο χρόνο , να γίνομαι κουκκίδα στο πουθενά.
Το φως του ήλιου με ζεσταίνει  και ξαναγίνομαι παιδί.
Γουστάρω τον παλιμπαιδισμό, με κάνει να αισθάνομαι ωραία.
Το ξέρω παιδί δεν ξαναγίνομαι, ο αλητάκος όμως μέσα μου υπάρχει.
Ποτέ δεν χάθηκε, ποτέ δεν έφυγε, πάντα ήταν εκεί.
Τα άσπρα μου μαλλιά, μου δίνουνε ευθύνες.
Τα νιάτα μπροστά μου απλώνονται και κλέβω στιγμές για μένα.
Σε τέσσερα ζευγάρια μάτια μοιράζομαι και σπέρνω βλαστάρια ανθεκτικά να κρατηθούν.
Να με θυμούνται!
Αχ και να ήμουνα μικρή με όσα τώρα ξέρω.
τα ίδια πάλι θά 'κανα με πιότερη σωφροσύνη.
Εκείνη τη μάνα, τη δικιά μου, πιότερο θ' αγαπούσα,
πιότερο θα τη φρόντιζα, πιότερο θα τη ζούσα, χατήρι δε θα χάλαγα κι ας μη συμφωνούσα.
Κι εκείνο το πατέρα μου θα τον διεκδικούσα.
Να μη μου λείπει τόσο πολύ, στιγμές σαν τον ζητούσα.
Τα  γεροντάκια τα έμορφα, σ' αυτά που δεν κολλούμε, λίγο χαρά πιότερο θα θελα να προσφέρω.
Είναι μεγάλη η μοναξιά στα χρόνια που βαραίνουν.
Η ψυχή, ποτέ δεν μεγαλώνει, μια ηλικία έχει μοναχά αυτή της εφηβείας.
Είναι γεμάτη, ζωντανή, γεμάτη ευφορία. Κι όλο τσιγκλά, κι όλο σε σπρώχνει.
Για τούτη δεν υπάρχουν όρια, μονάχα πίστη.